- νόσφι
- νόσφι και, πριν από φωνήεν, νόσφιν (Α)επίρρ. (ποιητ. τ.) (συν. στον Ομ. και στον Αισχύλ.)1. (ως τοπ.) μακριά, απομακρυσμένα2. (ως τροπ.) κατ' ιδίαν, παράμερα, κρυφά3. (σχετικά με πρόσ., αντικείμενα, καταστάσεις ή και ψυχική διάθεση) μακριά από («ἠρύκακε μώνυχας ἵππους νόσφιν ἀπὸ Φλοίσβου», Ομ. Ιλ.)4. (για σκέψη) με διαφορετικό τρόπο, διαφορετικά από («τοί κεν Άχαιῶν νόσφιν βουλεύωσ'», Ομ. Ιλ.)5. πλην, εκτός («οὔτε τις ποταμῶν ἀπέην, νόσφ' Ώκεανοῑο», Ομ. Ιλ.)6. έξω από κάτι («νόσφι πόληος», Ομ. Οδ.)7. χωρίς τη βοήθεια, τη συνδρομή ή την καθοδήγηση κάποιου, αβοήθητα («νόσφιν ἡγητῶν», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ., κατά μία άποψη όχι τόσο πιθανή, προέρχεται από *νοτ-σ-φι και μπορεί να συνδεθεί με νῶτον, λιθουαν. nuō «μακριά από», λεττον. nuo «από». Η κατάλ. -φι- αποτελεί πιθ. κατάλ. οργανικής πτώσης, που απαντά στην Μυκηναϊκή και στον Όμηρο (πρβλ. πάμ-φι)].
Dictionary of Greek. 2013.